- λογυρίστρα
- ηη παρωνυχίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ολο-γυρίστρα, με σίγηση τού αρχικού άτονου φωνήεντος < ολο-γυρίζω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λογυρίστρα — η η παρωνυχίδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μεθύστρα — η 1. γυναίκα που συνηθίζει να μεθάει, μπεκρού 2. ως επίθ. μτφ. αυτή που είναι πολύ ευάρεστη, μεθυστική 3. φλεγμονή που εμφανίζεται στο δάχτυλο γύρω από το νύχι, αλλ. τριγυρίστρα, λογυρίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθύω + κατάλ. στρα (πρβλ. βυζά στρα, πλύ … Dictionary of Greek